-
1 αρτυσις
- εως ἥ1) приготовление(ὄψων Plut.)
2) pl. способы приготовления(κατὰ τὰς ἀρτύσεις ποικιλίας Diod.)
3) изготовление, плавка(μίξις καὴ ἄ., sc. χαλκοῦ Plut.)
1 αρτυσις
(ὄψων Plut.)
(κατὰ τὰς ἀρτύσεις ποικιλίας Diod.)
(μίξις καὴ ἄ., sc. χαλκοῦ Plut.)